-
1 συναίσθηση
[-ις (-εως)] η1) см. συναίσθημα 1; 2) (ο)сознание, понимание;συναίσθηση του καθήκοντος — сознание долга;
συναίσθηση της θέσεως μου — осознание своего положения;
δεν έχω συναίσθηση τού τί κάνω — я не сознаю, что я делаю;
έχω συναίσθηση τής ευθύνης — сознавать свою ответственность;
3) сознательность -
2 καθήκον
(-οντος) τό1) задача;βασικό καθήκον — основная задача;
2) долг, обязанность;πλ. обязанности (служебные);συναίσθηση τού καθήκοντος — чувство долга;
άνθρωπος τού καθήκοντος — человек долга;
αναλαμβάνω καθήκοντα — брать на себя обязанности; — приступать к исполнению обязанностей; — вступать в должность;
απαλλάσσομαι των καθηκόντων μου — освобождаться от занимаемой должности;
υπερβαίνω τα καθήκοντα μου превышать свою власть;θεωρώ καθήκον μου — считать своим долгом, своей обязанностью;
επιβάλλω ως καθήκον — вменять что-л, в обязанность
См. также в других словарях:
συναίσθηση — η / συναίσθησις, ήσεως, ΝΜΑ [συναισθάνομαι] η ενσυνείδητη γνώση, το να έχει κανείς επίγνωση τής κατάστασής του (α. «δεν έχει συναίσθηση τού καθήκοντος» β. «τὴν αὑτοῡ βελτιουμένου συναίσθησιν», Πλούτ. γ. «συναίσθησις τῆς αὐτοῡ ἀσθενείας», Αρρ.)… … Dictionary of Greek
συναίσθηση — η επίγνωση, συνείδηση: Δεν έχει συναίσθηση των πράξεών του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συνείδηση — Κάθε άνθρωπος, που, από ψυχοφυσικής άποψης, δεν απομακρύνεται από το κανονικό, περνά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε μια κατάσταση που του επιτρέπει να «αντιλαμβάνεται», να «έχει συνείδηση» των όσων συμβαίνουν γύρω του και της ίδιας της… … Dictionary of Greek
αυτοσυνειδησία — Φιλοσοφικός όρος που σημαίνει την ικανότητα του ανθρώπου να γνωρίζει τον εαυτό του. Κατά τη νηπιακή ηλικία, όταν ο άνθρωπος αρχίζει να παρατηρεί συνειδητά τον γύρω κόσμο, έχει μια κάποια συναίσθηση του εαυτού του καθώς αντιλαμβάνεται, με την… … Dictionary of Greek
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
μετάνοια — Πράξη με τη βοήθεια της οποίας αποκαθίστανται στις διάφορες θρησκείες οι σχέσεις μεταξύ θεότητας και ανθρώπου, οι οποίες διαταράχτηκαν στα πλαίσια κάποιας αμαρτίας. Τόσο στην Ορθόδοξη όσο και στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, η μ. αποτελεί ένα από τα… … Dictionary of Greek
συνειδητός — ή, ό, Ν 1. αυτός που γίνεται με συνείδηση, με επίγνωση («συνειδητή πράξη») 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει πλήρη επίγνωση, πλήρη συναίσθηση τού τί είναι ή τού τί κάνει («συνειδητός δημοκράτης») 3. το ουδ. ως ουσ. το συνειδητό (ψυχανάλ.) σύστημα,… … Dictionary of Greek
ευσυνειδησία — η (ΑΜ εὐσυνειδησία) [ευσυνείδητος] τιμιότητα, ευθύτητα, ακεραιότητα τού χαρακτήρα νεοελλ. συναίσθηση τού καθήκοντος, αφοσίωση στην εκτέλεση τού καθήκοντος μσν. αρχ. ήρεμη συνείδηση, έλλειψη τύψεων και ενοχών … Dictionary of Greek
Βεάκης, Αιμίλιος — (Πειραιάς 1884 – Αθήνα 1951). Ηθοποιός του θεάτρου, από τους σημαντικότερους του 20ού αι. Μικρός έμεινε ορφανός και μεγάλωσε στα χέρια στοργικών συγγενών του, ενώ νωρίς αισθάνθηκε κλίση προς το θέατρο και τη ζωγραφική. Το 1900, προτού καν… … Dictionary of Greek
αντίληψη — Η λειτουργία που επιτρέπει στον άνθρωπο και στα πιο εξελιγμένα ζώα να διαλέγουν και να τοποθετούν μέσα σε λογικά σύνολα τις πληροφορίες που δέχονται από τα αισθητήρια όργανα. Έτσι, αν και κατά κανόνα οι α. πηγάζουν από αισθητηριακές διαδικασίες,… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek